μετάκλιση

μετάκλιση
η (ΑM μετάκλισις) [μετακλίνω]
νεοελλ.
γεωλ. η διατάραξη ή μετακίνηση τής αρχικής οριζόντιας θέσης γεωλογικών στρωμάτων χωρίς τη δημιουργία ρήγματος
μσν.
γραμμ. (κατά τον Ευστ.), το να ανήκει ένας τύπος συντακτικώς σε δύο χρόνους, π.χ. λέγων, μτχ. ενεστ. και παρατ.
αρχ.
η κλίση, η στροφή προς άλλο μέρος, αλλαγή θέσης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ρήγμα — Διάρρηξη ενός στρώματος του φλοιού της Γης, λιγότερο ή περισσότερο βαθιά, κατά μήκος της οποίας τα αποχωριζόμενα τεμάχια υφίστανται σχεδόν πάντα μετακίνηση, που ποικίλλει από λίγα εκατοστά έως χιλιάδες μέτρα. Τα Ρ., που γενικά έχουν τεκτονική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”